ἔπαρσις

From LSJ
Revision as of 07:53, 26 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρσις Medium diacritics: ἔπαρσις Low diacritics: έπαρσις Capitals: ΕΠΑΡΣΙΣ
Transliteration A: éparsis Transliteration B: eparsis Transliteration C: eparsis Beta Code: e)/parsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις ἰονθώδεις = eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16.
2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2.
3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.).
4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).
b αἰδοίων Arist.HA572b2.
5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2.
II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.
2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
3 pride, conceit VT Zech. 12.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.

Greek Monolingual

ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῦ κάστρου»).

Russian (Dvoretsky)

ἔπαρσις: εως ἡ
1) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
2) возбуждение (ἡδονή ἐστιν ἄλογος ἔ. Diog. L.).