πύσμα

From LSJ
Revision as of 17:10, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "distd." to "distinguished")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύσμα Medium diacritics: πύσμα Low diacritics: πύσμα Capitals: ΠΥΣΜΑ
Transliteration A: pýsma Transliteration B: pysma Transliteration C: pysma Beta Code: pu/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (πυνθάνομαι) A question, Ph.1.99, al., Plu.2.408c (pl.): distinguished fr. ἐρώτημα, as requiring an explanatory answer, and not merely assent or dissent, S.E.P.1.189, Alex.Fig.1.23, Anon.Fig. 18p.179S. II interrogative particle, A.D.Synt.307.12, al.

German (Pape)

[Seite 826] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

πύσμα: τό, (πυνθάνομαι) ἐρώτησις δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ ἐρώτημα, καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «πύσμα δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν μόριον Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 304.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interrogation.
Étymologie: πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση
2. ερωτηματικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-σμα < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -σμα (πρβλ. πεῖ-σμα)].

Russian (Dvoretsky)

πύσμα: ατος τό πυνθάνομαι
1) вопрос Plut., Sext.;
2) грам. вопросительная частица.