ἄρταμος

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτᾰμος Medium diacritics: ἄρταμος Low diacritics: άρταμος Capitals: ΑΡΤΑΜΟΣ
Transliteration A: ártamos Transliteration B: artamos Transliteration C: artamos Beta Code: a)/rtamos

English (LSJ)

ὁ, A butcher, cook, X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG14.643; βοός Orac. ap. Phleg.10.39. 2 metaph., murderer, S.Fr.1025, Lyc.236, 797. (For ἀρτι-ταμος, = ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, acc. to Eust.577.45.)

German (Pape)

[Seite 361] ὁ, 1) Schlächter, Koch, VLL. μάγειρος παρὰ τὸ διαρτάσαι ὅ ἐστι μερίσαι, Xen. Cyr. 2, 2, 4 mit der v. l. μάγειρος; κατ' ἰχθύων Epier. Ath. XIV, 655 f. – 2) Mörder, Soph. frg. 848; Lycophr. 236 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
boucher ; cuisinier.
Étymologie: DELG ?, malgré Eust. qui interprète ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, celui qui coupe exactement.

Spanish (DGE)

(ἄρτᾰμος) -ου, ὁ 1 matarife y cocinero X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG 14.643 (Calabria, arc.), βοός Orác. en Phlg.10.2B.10, Trag.Adesp.148, Hsch.
2 fig. asesino S.Fr.1025, Lyc.236.
• Etimología: Comp. de ἄρτιος y τέμνω, según Eust.577.45, de donde *ἀρτιταμος o *ἀρτιοταμος, c. hapl. Pero el vocalismo de -ταμος es raro.

Greek Monolingual

ἄρταμος, ο (Α)
1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης
2. μτφ. ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από αρτί-ταμος ή αρτό-ταμος με συλλαβική ανομοίωση, πράγμα όμως που προσκρούει στο ότι τα σύνθετα με β' συνθετικό το ρ. τέμνω έχουν τη μορφή -τομος].

Greek Monotonic

ἄρτᾰμος: ὁ, σφαγέας, μάγειρας, σε ξεν. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄρτᾰμος: ὁ мясник или повар Xen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: butcher, cook (S.).
Dialectal forms: Myc. atomo?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Eustathios 577, 45 explains ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, i.e. haplological for *ἀρτί-ταμος or *ἀρτό-ταμος artful cutting. DELG objects that we expect -τομος. To my mind, most improbable. Fur. 345: substr., without evidence, but a priori the most likely solution. Cf. J. Schmidt Kritik 83f.; s. also Ἄρτεμις.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
a butcher, cook, Xen.

Frisk Etymology German

ἄρταμος: {ártamos}
Grammar: m.
Meaning: Metzger, Koch (S., X., Epikr. usw.).
Derivative: Davon ἀρταμέω schlachten, zerstückeln mit ἀρτάμησις das Schlachten (Thebe).
Etymology : Nach Eustathios 577, 45 = ὁ εἰς ἄρτια τέμνων und somit haplologisch für *ἀρτίταμος, bzw. *ἀρτόταμος kunstgerecht zerschneidend (durch Zusammenbildung). Eine bessere Erklärung ist jedenfalls nicht gefunden. Vgl. J. Schmidt Kritik 83f.; s. ἄρτι und ἄρτος; außerdem Ἄρτεμις.
Page 1,153