ἀμερής

From LSJ
Revision as of 15:40, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμερής Medium diacritics: ἀμερής Low diacritics: αμερής Capitals: ΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: amerḗs Transliteration B: amerēs Transliteration C: ameris Beta Code: a)merh/s

English (LSJ)

ές,
A without parts, indivisible, Pl.Tht.205e, Prm.138a, Arist.Ph.231b3, etc.; τὸ ἀμερές = the indivisible Hp. Virg. 1; introduced into Latin by Cic., Plu.Cic.40. Adv. ἀμερῶς = indivisibly Alex. Aphr. in Metaph.714.25; ἀμερῶς καὶ ἀδιαστάτως Porph.Sent.33.
2 τὰ ἀμερῆ in Logic, chief kinds, summa genera, Arist.APo.100b2.
3 impartial, κρίσεις Luc.Cal.8.

German (Pape)

[Seite 122] ές, 1) ungetheilt, Plat. ἓν καὶ ἀμ., Theaet. 205 e; Parm. 138 a; opp. μεριστός Tim. 35 a; untheilbar, σημεῖον Luc. Hermot. 74. – 2) unpartheiisch, κρίσις Luc. calumn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμερής: -ές, ὁ ἄνευ μερῶν, ἀμέριστος, ἀδιαίρετος, Πλάτ. Θεαίτ. 205Α. Παρμ. 138Α, Ἀριστ., κτλ.: τὸ ἀμερές, εἰσαχθὲν εἰς τὴν Λατ. ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40: ― Ἐπίρρ. -ρῶς Κλήμ. Ἀλ. 542. 2) τὰ ἀμερῆ (ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ.), Λατ. summa genera, Ἀναλ. Ὕστ. 2. 19, 6, πρβλ. Μεταφ. 12. 8, 25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non divisé en parties, indivisible;
2 impartial (jugement).
Étymologie: ἀ, μέρος.

Spanish (DGE)

τυφλός Hsch.α 3604.
-ές
I 1fil. y cien. indivisible, sin partes, simple ἕν τε καὶ ἀμερές (ἡ συλλαβή) Pl.Tht.205e, cf. Prm.138a, Sph.245a, τοῦ τε ἀμεροῦς ... καὶ τοῦ κατὰ τὰ σώματα μεριστοῦ Pl.Ti.35a, ἀ. καὶ ἀδιαίρετος Arist.Metaph.1073a6, cf. Ph.240b12, 266a10, LI 968a18, εἰς τὸ ἀμερὲς ἄγοντας reduciendo (el universo) a algo sin partes Thphr.Metaph.16, ἡ δ' ὁριστικὴ δύναμις ... τὸ ἀμερὲς διὰ συγγένειαν ἀγαπᾷ Plu.2.1026d, cf. Alex.Aphr.in Metaph.247.22, Porph.Sent.33, Simp.in Ph.925.15, τὸ γὰρ θεῖον ἀμιγές, ἄκρατον, ἀμερέστατον Ph.1.506, (οὐσία) ἀμερής τε καὶ ἀμέριστος Plot.4.2.1
σημεῖά τινα ἀμερῆ puntos (en matemáticas) carentes de partes Luc.Herm.74, cf. τὸ μὲν σημεῖον ἀμερὲς ὁρισαμένου (Euclides) habiendo definido el punto como algo sin partes Hero Def.123
ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ en un instante Timo 76, LXX 3Ma.6.29, cf. Chrysipp.Stoic.3.50, LXX 3Ma.5.25, cf. ἀμερεῖ· ἀμερίστῳ, ταχυτάτῳ Hsch.
2 fig. pequeñísimo, diminuto ὁ καρπὸς ἐοικὼς ἀμερέσι ψήγμασιν ὑπὸ βραχύτητος μόλις ὁρατοῖς Ph.1.9, cf. quizá τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμερῆ πέρατα Epicur.Ep.[2] 59 y supra Timo 76, LXX 3Ma.6.29.
3 imparcial οὕτω δικαίας καὶ ἀμερεῖς ... τὰς κρίσεις Luc.Cal.8.
II subst. τὸ ἀμερές, usos especiales
1 ἐν τῷ ἀμερεῖ = globalmente, en bloque Hp.Virg.1.
2 lóg. género indivisible ἕως ἂν τὰ ἀμερῆ στῇ καὶ τὰ καθόλου hasta que se establezcan los géneros indivisibles y los universales (e.d. géneros que no admiten análisis en «género» y «diferencia»), Arist.APo.100b2.
3 fil. átomo, molécula, unidad indivisible μέρη τῶν ἀμερῶν οὐκ ἐχόντων Chrysipp.Stoic.2.159, περὶ ... ἀτόμων φύσεως καὶ ἀμερῶν Plu.2.1123e, ἐκεῖνος (Κικέρων) γάρ ἐστιν ὥς φασιν ὁ ... τὴν ἄτομον, τὸ ἀμερὲς ... ἐξονομάσας πρῶτος ἢ μάλιστα Ῥωμαίοις (cf. lat. individuus) Plu.Cic.40, ἄτομοι ἢ ἀμερῆ M.Ant.9.28.
III adv. indivisiblemente, en bloque ἀμερῶς καὶ ἀχρόνως Alex.Aphr.in Metaph.714.24, ἀμερῶς καὶ ἀδιαστάτως Porph.Sent.33, cf. tb. Simp.in Cat.240.20
sin partes Hero Def.136.17.

Greek Monolingual

ἀμερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος
2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀμερές
η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο
τά ἀμερῆ (Λογική)
τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -μερὴς < μέρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια.

Greek Monotonic

ἀμερής: -ές (μέρος), αυτός που δεν έχει ξεχωριστά μέρη, αδιαίρετος, ενιαίος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμερής:
1) не состоящий из частей, неделимый (ἓν καὶ ἀ. Plat.; ἀ. καὶ ἀμέριστος Plut.);
2) беспристрастный (κρίσις Luc.).

Middle Liddell

μέρος
without parts, indivisible, Plat.