προσκρίνω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ῑ], A adjudge or award, τὴν χώραν αὐτῷ SIG679.55 (ii B.C.), cf. J.BJ Prooem.4, D.L.1.74:—Pass., τῷ θεῷ Ph.1.690, cf. PAmh.64.5 (ii A.D.), etc. II Pass., to be joined with, assimilated, opp. ἀποκρίνομαι, Anaxag.14, cf. Gal.8.721; τῷ σώματι Dam.Pr. 402.
German (Pape)
[Seite 770] durch ein Urtheil zusprechen, zuerkennen; pass. damit vereinigt, hinzugesetzt werden; Sp., wie D. L. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
προσκρίνω: [ῑ], ἐπιδικάζω, τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι Διογ. Λ. 1. 74, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν τῷ προοιμ. 4. ― Παθ., ἑνοῦμαι μετά τινος, ἀφοσιοῦμαι, ἀντίθετον τῷ ἀποκρίνομαι, ὅρος τῆς περὶ ἀτόμων φιλοσοφίας, Ἀναξαγόρου Ἀποσπ. 23.
Greek Monolingual
Α κρίνω
1. επιδικάζω
2. προδικάζω
3. παθ. προσκρίνομαι
α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)
β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κρίνω, pass. intrans. zich verbinden:. ἐν τοῖς προσκριθεῖσι in al wat zich verbindt Anaxag. B 14.
Russian (Dvoretsky)
προσκρίνω: (ῑ)
1) присуждать, присваивать (τί τινι Diog. L.);
2) приближать, сближать Anax.