δυσπαρακόμιστος

From LSJ
Revision as of 09:50, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρακόμιστος Medium diacritics: δυσπαρακόμιστος Low diacritics: δυσπαρακόμιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysparakómistos Transliteration B: dysparakomistos Transliteration C: dysparakomistos Beta Code: dusparako/mistos

English (LSJ)

ον, A hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.

Greek Monolingual

δυσπαρακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται
2. (για πλου) δύσκολος.

Greek Monotonic

δυσπαρακόμιστος: -ον (παρακομίζω), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, ασήκωτος, δυσκίνητος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρακόμιστος:
1) неудобный для переноски или перевозки (διὰ μέγεθος Plut.);
2) (о путешествии) трудный (πλοῦς Polyb.).

Middle Liddell

δυσ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω
hard to carry along, difficult, Polyb.