ἐπικεύθω
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
A conceal, hide, always with a neg., ἐρέω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω Il.5.816; πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ' ἐπικεύσω Od.5.143; εἰπέ μοι . . νημερτέα μηδ' ἐπικεύσῃς 15.263; μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω 4.744, cf. 17.141: and in A.Ag.800 (anap.), c. acc., οὔ σ' ἐπικεύσω I will not hide it from thee, cf. A.R.3.332.
German (Pape)
[Seite 948] verbergen, verhehlen; μηδ' ἐπικεύσῃς Od. 15, 263, οὐδ' ἐπικεύσω 5, 143; μῦθον 4, 744; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 17, 141; τινά, vor Jemandem, οὐ γάρ σ' ἐπικεύσω Aesch. Ag. 774, wie Ap. Rh. 3, 332.
French (Bailly abrégé)
cacher, dissimuler : τινα cacher qch à qqn, devant qqn.
Étymologie: ἐπί, κεύθω.
English (Autenrieth)
fut. -σω, aor. subj. ἐπικεύσῃς: conceal, always w. neg., Od. 14.467, Od. 4.744, Il. 5.816.
Greek Monolingual
ἐπικεύθω (Α)
(πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»].
Greek Monotonic
ἐπικεύθω: μέλ. -σω, αποκρύπτω, καταχωνιάζω, κρύβω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικεύθω: скрывать, утаивать (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.): οὐ σ᾽ ἐπικεύσω (v.l. οὐκ ἐπικεύσω) Aesch. не скрою от тебя.