καπνώδης
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
English (LSJ)
ες, A smoky, opp. ἀτμιδώδης, Arist.Mete.360a10, al.; (φλόξ) Thphr.Ign.76; κ. καὶ συννεφὴς ἀήρ Plb.9.16.3. Adv. -δῶς Gal. 4.507. 2 of colour, dark, dusky, Thphr.CP5.3.2, Luc.Philops. 16; φύλλον δριμὺ καὶ κ. D.Chr.66.5.
German (Pape)
[Seite 1323] ες, rauchartig, räucherig; ὁ καπν. καὶ συννεφὴς ἀήρ Pol. 9, 16, 3; bes. von der Farbe, Luc. Philops. 16; δυσῶδές τι καὶ καπνωδέστερον ἐρυγγάνειν Saturn. 28; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καπνώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ ἀτμιδώδης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 3., 3. 6, 10, κ. ἀλλ., Θεόφρ., κλ.· καπν. καὶ συννεφὴς ἀὴρ Πολύβ. 9. 16, 3. - Ἑπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 4, σ. 507, 8. 2) ἐπὶ χρώματος, μαῦρος, σκοτεινός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Φιλοψ. 16.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
fumeux, de couleur fumeuse, sombre.
Étymologie: καπνός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α καπνώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με καπνό
2. ο γεμάτος καπνό («ἔτι δ' ὁ καπνώδης καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ τἆλλα τὰ παραπλήσια τούτοις», Πολ.)
αρχ.
1. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός («εἶδον ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», Λουκιαν.).
επίρρ...
καπνωδῶς (Α)
με καπνώδη τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
καπνώδης:
1) дымный, пропитанный дымом (ἀναθυμίασις Arst.; ἀήρ Polyb.);
2) дымчато-темный: κ. τὴν χρόαν Luc. черный (словно) от копоти.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπνώδης -ες [καπνός] als rook:. καπνώδη τὴν χρόαν (geestverschijning) met een rookachtige kleur Luc. 34.16.