διασαλεύω

From LSJ
Revision as of 17:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασαλεύω Medium diacritics: διασαλεύω Low diacritics: διασαλεύω Capitals: ΔΙΑΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: diasaleúō Transliteration B: diasaleuō Transliteration C: diasaleyo Beta Code: diasaleu/w

English (LSJ)

A shake violently, Plb.1.48.2, Luc.VH2.5; of missiles, Plb.16.30.4; κλεῖθρα Corn.ND30. 2 confuse, τὰς ἁρμονίας, τοὺς ἤχους, D.H. Comp.22,23; cause excitement in, πόλιν Luc.Alex.31; διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα negligent, easy in gait, Id.Rh.Pr.11; δ. τὸ βλέμμα, of an ogler, Id.Merc.Cond.35. II intr., = σαλεύω 11.3, Arist. Phgn.809b32. 2 = σαλεύω11.2, ἐπ' ἀγκυρῶν App.BC5.89.

German (Pape)

[Seite 601] durch u. durch bewegen, erschüttern; vom Winde, Pol. 1, 48, 2, vgl. Luc. Anach. 20; – von Wurfgeschossen, 16, 30, 4; – in Unordnung bringen, τὴν πόλιν, Luc. Alex. 31; διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα, von unstätem Gange, rhet. praec. 11; τὸ βλέμμα, merc. cond. 33; – zerrütten, Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

διασᾰλεύω: σφοδρῶς διασείω ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, Πολύβ. 1. 48, 2· ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ὁ αὐτ. 16. 30, 4. 2) συγχέω, τὰς ἁρμονίας, τοὺς ἤχους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22, 23· φέρω εἰς ἀναρχίαν ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ἀλεξ. 31· διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα, τὸ βλέμμα, ἀσταθής…, ὁ αὐτ. Ρητ. Διδασκ. 11, Μισθ. Συν. 33. ΙΙ. ἀμεταβ. = σαλεύω ΙΙ. 3, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 9.

French (Bailly abrégé)

1 agiter de côté et d’autre : διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα LUC, τὸ βλέμμα LUC qui a la démarche chancelante, le regard incertain;
2 ébranler profondément ou fortement, bouleverser, ruiner, acc..
Étymologie: διά, σαλεύω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 sacudir, agitar (ἄνεμος) τὰς στοάς Plb.1.48.2, αὖραι ... τὴν ὕλην Luc.VH 2.5, τὰς ἐπιγονατίδας Sor.78.23, cf. Plb.16.30.4, Corn.ND 30, Hsch.s.u. διέσεισε, en v. pas. σκάφος Erot.Fr.Pap.Nin.C.27.
2 fig. conmocionar, conmover τὴν πόλιν Luc.Alex.31, τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν Them.in Ph.82.23
perturbar αἱ ... συγκοπαὶ τῶν ἤχων ... τὰς ἁρμονίας D.H.Comp.22.38, cf. 23.13, τοὺς δὲ ἐμοὺς οὐδὲν διασαλεύσει χρησμούς Chrys.M.58.687.
II intr.
1 agitarse, moverse de un lado a otro ἐν τοῖς ὤμοις Arist.Phgn.809b32
ἐπ' ἀγκυρῶν διασαλεύειν aguantar al ancla en alta mar para capear el temporal, App.BC 5.89, tb. en v. med.-pas. ἄνδρα ... διασεσαλευμένον τὸ βλέμμα un hombre con un continuo movimiento de ojos Luc.Merc.Cond.33, διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα contoneándose al andar Luc.Rh.Pr.11
abs. agitarse licenciosamente, LXX Hb.2.16.
2 fig. agitarse, vacilar mentalmente ante la adversidad, Basil.M.31.689B.

Greek Monolingual

(AM διασαλεύω)
1. τραντάζω
2. προκαλώ αναταραχή, διαταράσσω («η τάξη έχει διασαλευθεί»)
αρχ.
φρ.
1. «διασαλεύω τοὺς ἤχους» — συγχέω
2. «διασεσαλευμένος το βάδισμα» — περπατάει με αφύσικα κουνήματα.

Greek Monotonic

διᾰσᾰλεύω: μέλ. -σω, ταρακουνώ βίαια, οδηγώ σε αναρχία, σε Λουκ.· διασεσαλευμένος, ασταθής, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διασᾰλεύω:
1) потрясать, колебать, расшатывать (τὰς στοάς Polyb.): διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα Luc. (с) шатающейся походкой; διασεσαλευμένος τὸ βλέμμα Luc. с блуждающим взором;
2) волновать, приводить в смятение (τὴν πόλιν Luc.);
3) сотрясаться, вздрагивать (ἐν τοῖς ὤμοις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σαλεύω hevig (doen) schudden; perf. pass. met acc. resp.:; διασεσαλευμένον τὸ βάδισμα die wankelend loopt Luc. 41.11; διασεσαλευμένον τὸ βλέμμα met een onvaste blik Luc. 36.33; overdr. in opschudding brengen:. τῆν πόλιν de stad Luc. 42.31.

Middle Liddell

fut. σω
to shake violently: to reduce to anarchy, Luc.; διασεσαλευμένος unsteady, Luc.