βούλευμα

Revision as of 09:30, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ατος, τό, A resolution, purpose, A.Pr.171 (lyr.), 619, Ar.Av.993, etc.: freq. in plural, Pi.N.5.28, Hdt.3.80, S.OT45, A.Th.594, Pl.R.334a, D.18.296: prov., τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι 'to be hoist with one's own petard', Lib.Or.59.20. II sitting of a βουλή, φοιτᾶν εἰς τὰ βουλεύματα Philostr.Her.19.6.

German (Pape)

[Seite 457] τό, Rathschluß, Beschluß, Pind. N. 5, 28; oft bei Tragg., bes. häufig im plur., z. B. ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα Aesch. Spt. 576; seltener Rath, Soph. El. 955. – Prosa, Her. 6, 100. 7, 10, 4; τὰ τῶν πολεμίων Plat. Rep. I, 334 a u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βούλευμα: -ατος, τό, ἀπόφασις μετὰ προηγουμένην σκέψιν, σκοπός, σχέδιον, Λατ. consilium, Ἡρόδ. 3. 80, 82, Αἰσχύλ. Πρ. 170, 619, κτλ.· συχνότερον κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 5. 52, Τραγ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 résultat, d’une délibération, résolution, dessein arrêté;
2 conseil, avis.
Étymologie: βουλεύω.

English (Slater)

βούλευμα
1 purpose, plan — ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (N. 5.28) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 resolución, decisión, propósito
a) gener. β. μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ de Zeus fue la decisión, de Hefesto la mano A.Pr.619, cf. 170, Th.594, Eu.717, Pr.762, 1055, αὑτός εἰμι τῷ βουλεύματι soy del mismo parecer S.OT 557, cf. 45, E.Ph.1646, Hp.Vict.4.88, ἐξευρὼν β. Hdt.5.98, τίς ἰδέα βουλεύματος; ¿cuál es tu propósito? Ar.Au.993 (cód.), cf. Ach.837, Pl.Grg.486a, PFay.20.2 (III/IV d.C.), τὸ β. τῶν τοξευμάτων el propósito de los disparos Hld.9.5.3
frec. en plu. Τύχης βουλήμασι καὶ θεῶν βουλεύμασι Gorg.B 11.6, τύχης ἀγρεύμασιν, οὐ γνώμης βουλεύμασιν por las trampas de la fortuna, no por las decisiones de la mente Gorg.B 11.19, cf. Longus 4.24.2, φροντίδων βουλεύματα E.Hec.626, τὰ νῦν βουλεύματα Ar.Ec.17, σοφὰ φρεσὶ βουλεύματα εἰδώς X.Smp.8.30;
b) c. sent. neg. πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν persuadiendo a su esposo con diversos ardides Pi.N.5.28, κακὰ βουλεύματα planes perversos E.Hipp.650
prov. τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι = ser cazado por las propias decisiones Lib.Or.59.20;
c) decisiones adoptadas por cuerpos políticos o militares τί μοι νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις S.Ph.560, por el estado o el ejército aten., Th.3.36, 8.76, And.3.29, por las ciudades-estado en gener., Th.5.113, X.Cyr.6.1.40, Isoc.6.92, τὰ τῶν πολεμίων ... βουλεύματα los planes de los enemigos Pl.R.334a, μήτε φοιτῶν ἐς τὰ βουλεύματα y no asistiendo a las decisiones, e.e. al consejo de jefes, ref. a Aquiles, Philostr.Her.62.2, cf. Lyd.Mag.1.30.
2 opinión, consejo dado a alguien πρὸς τοῦ δ' ἐπείσθης καὶ τίνος βουλεύμασιν; A.Eu.593, ἢν ἐπίσπῃ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν ... εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς ... οἴσῃ S.El.967, σοφὸν γὰρ ἓν βούλευμα τὰς πολλὰς χέρας νικᾷ E.Fr.200
ref. a opiniones presentadas ante cuerpos o asambleas políticas ὑμᾶς δὲ χρὴ ... πιστοῖσι πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα A.Pers.528, cf. 172, A.1352, Hdt.5.106, τίς θέλει πόλει χρηστόν τι βούλευμ' ἐς μέσον φέρειν ἔχων; ¿quién quiere aportar en público un consejo útil para la ciudad? E.Supp.439.

Greek Monolingual

το (AM βούλευμα) βουλεύω
γνωμοδότηση
νεοελλ.
απόφαση του δικαστικού συμβουλίου μετά γραπτή πρόταση και προφορική ανάπτυξη από τον Εισαγγελέα
μσν.
συμβουλή
αρχ.
απόφαση, κρίση.

Greek Monotonic

βούλευμα: -ατος, τό (βουλεύω), απόφαση κατόπιν ωρίμου σκέψεως, σκοπός, επιδίωξη, σχέδιο, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

βούλευμα: ατος τό тж. pl.
1) решение, постановление, тж. заключение, мнение Pind., Trag.;
2) замысел, план Aesch., Her., Plat., Plut.;
3) совет, наставление (ἐπισπεῖν βουλεύμασί τινος Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλευμα -ατος, τό βουλεύω besluit, plan:. βουλεύματα πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει (de massa) legt alle besluiten aan de volksvergadering voor Hdt. 3.80.6; τίς ἰδέα βουλεύματος; wat voor soort plan? Aristoph. Av. 993.

Middle Liddell

βουλεύω
a deliberate resolution, purpose, design, plan, Hdt., attic

English (Woodhouse)

intention, plan, purpose, resolve