πεδά
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
Aeol. for μετά, Sapph.38, Alc.48 A, Pi.Fr.26, Theoc.29.38: also Dor., Leg.Gort.3.27; A πεδ' ἰαρόν Schwyzer89.14 (Argos, iii B. C.). (Cogn. with πούς.)
Greek (Liddell-Scott)
πεδά: Αἰολ. ἀντὶ μετά, Σαπφώ, Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· ὡσαύτως Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα.
English (Slater)
πεδά (= μετά)
a c. acc.
I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v.l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)
Greek Monolingual
και πετά και πετ και πε Α
(αιολ. και δωρ. τ.) μετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση πεδά έχει σχηματιστεί από θ. πεδ- (βλ. πέδη, πους) με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. αν-ά, δι-ά, μετ-ά) και η αρχική της σημ. πρέπει να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (πρβλ. αρμ. y-et, z-het «μετά» < het «ίχνος», λ. αντίστοιχη προς το ελλ. πέδον). Η πρόθεση πεδά έχει τις ίδιες χρήσεις με την πρόθεση μετά και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (βλ. λ. μετά). Τέλος, ο τ. πετά έχει προέλθει από συμφυρμό τών πεδά και μετά, ενώ ο τ. πε(τ) < πετά με αποκοπή. Η πρόθεση απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pe-ta].
Greek Monotonic
πεδά: Αιολ. και Δωρ. αντί μετά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδά Aeol. en Dor. voor μετά.
Frisk Etymological English
Grammatical information: prev.
Meaning: after, with, amidst = μετά (Aeol., Dor., Arc.).
Compounds: As 1. member e.g. in Πεδα-γείτνιος m. monthname (Rhodes etc.) = Att. Μεταγειτνιών.
Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- foot
Etymology: Ending like μετά, ἀνά, διά etc. Explanation uncertain; cf. Schwyzer 622 w. lit. From the word for foot, trace in πούς, πέδον (s. vv.); so prop. on the foor, in the traces v.t.; cf. e.g. Arm. y-et, z-het after from het trace (= πέδον). Extensive on the use etc. w. lit. Schwyzer-Debrunner 498f.; cf. also W.-Hofmann s. pedisequus (w. lit.). -- The rarely attested πετά is prob. a cross w. μετά (lit. and discussion in Schw.-Debr. l.c.).
Frisk Etymology German
πεδά: {pedá}
Meaning: nach, mit, inmitten = μετά (äol., dor., ark.);
Composita: als Vorderglied z.B. in Πεδαγείτνιος m. Monatsname (Rhodos usw.) = att. Μεταγειτνιών.
Etymology: Ausgang wie μετά, ἀνά, διά usw. Erklärung unsicher; vgl. Schwyzer 622 m. Lit.). Vom Wort für Fuß, Fußspur in πούς, πέδον (s. dd.); sonnt eig. ‘auf dem Fuße, in den Spuren o. ä.’; vgl. z.B. arm. y-et, z-het nach von het Spur (= πέδον). Ausführlich zum Gebrauch usw. m. Lit. Schwyzer-Debrunner 498f.; vgl. noch W.-Hofmann s. pedisequus (m. Lit.). — Das vereinzelt belegte πετά ist wohl Kreuzung m. μετά (Lit. und Referat anderer Auffassungen bei Schw.-Debr. a. O.).
Page 2,485