περιπευκής
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ές, (πεύκη) A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].
Greek Monotonic
περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.