πηκτή

From LSJ
Revision as of 19:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτή Medium diacritics: πηκτή Low diacritics: πηκτή Capitals: ΠΗΚΤΗ
Transliteration A: pēktḗ Transliteration B: pēktē Transliteration C: pikti Beta Code: phkth/

English (LSJ)

Dor. πακτά, ἡ, A v. πηκτός.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, dor. πακτά, s. πηκτός.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. πηκτός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 filet pour les oiseaux;
2 fromage de lait caillé.
Étymologie: πηκτός II. 1 et 2.

Greek Monolingual

η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α
νεοελλ.
χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος
2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα
3. ζελατίνη
4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμών
β) «χρωματογραφία πηκτής»
χημ. τεχνική της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού
αρχ.
1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. τυρί νωπό, χλωρό
3. ποικιλία του συμφύτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πηκτός. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. gelatine].

Greek Monotonic

πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ (πηκτός
I. δίχτυ ή κλουβί που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.
II. ανθότυρο, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πηκτή: дор. πακτά (τᾱ) ἡ
1) птицеловная сеть Arph., Arst.;
2) спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.

Middle Liddell

πηκτός
I. a net or cage set to catch birds, Ar.
II. cream-cheese, Theocr.