πομφός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ, A blister on the skin, Hp.Mul.2.118, Morb.2.70. (Cf. πομφόλυξ, πομφολύζω; perhaps akin to πέμφιζ.)
German (Pape)
[Seite 679] ὁ (verwandt mit πέμφιξ, vgl. πομφολύζω), eine Blase, Brandblase, Hippocr., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πομφός: -οῦ, ὁ, φλύκταινα ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. 485. 54., 641. 42· ἴδε Foës. Oecon. (ὅθεν αἱ λέξεις πομφόλυξ, πομφολύζω· συγγενὲς τῷ πέμφιξ).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bulle, bouton, pustule, cloque.
Étymologie: cf. πέμφιξ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
φλύκταινα ἡ οίδημα του δέρματος
νεοελλ.
ιατρ. στοιχειώδης δερματική βλάβη, χαρακτηριστική της κυδώσεως που έχει χρώμα ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, σχήμα στρογγυλό ή πολυκυκλικό, μέγεθος από κεφαλή καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το δέρμα, εμφανίζεται και εξαφανίζεται γρήγορα, συνοδεύεται από κνησμό και οφείλεται σε οίδημα της επιδερμίδας και του χορίου του δέρματος και αποτελεί αλλεργική εκδήλωση, μπορεί όμως να παραχθεί και τεχνητά με ενδοδερμική ένεση, όπως γίνεται στις διάφορες ενδοδερμικές δοκιμασίες για ανίχνευση ευαισθησίας προς διάφορες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέμφιγα].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομφός -οῦ, ὁ [~ πέμφιξ] geneesk. blaar, blaas (op de huid)