προαιτιάομαι

From LSJ
Revision as of 13:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιτιάομαι Medium diacritics: προαιτιάομαι Low diacritics: προαιτιάομαι Capitals: ΠΡΟΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proaitiáomai Transliteration B: proaitiaomai Transliteration C: proaitiaomai Beta Code: proaitia/omai

English (LSJ)

A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.

Russian (Dvoretsky)

προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).

Middle Liddell


Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.

Chinese

原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們已先證明(1) 羅3:9