μυθίζω

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθίζω Medium diacritics: μυθίζω Low diacritics: μυθίζω Capitals: ΜΥΘΙΖΩ
Transliteration A: mythízō Transliteration B: mythizō Transliteration C: mythizo Beta Code: muqi/zw

English (LSJ)

A = μυθέομαι, Dor.μυθίσδω Theoc. 10.58, 20.11; Lacon. μυσίδδω Ar.Lys.94, 1076: aor. μυσίξαι ib.981:— Med., ψεύδεα κατὰ πάντων μ. Perict. ap. Stob.4.28.19, cf. Orph.A. 191.

German (Pape)

[Seite 214] = μυθεύω, Strat. 23 (XII, 281). – Auch im med., Orph. Arg. 189 u. a. sp. D. S. das lakon. μυσίδδω.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθίζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. μυσίδδω Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι αὐτόθι 981· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao. ; Moy. seul. prés.
c. μυθέομαι.

Greek Monolingual

μυθίζω (ΑΜ, Α δωρ. τ. μυθίσδω, λακωνικός τ. μυσίδδω) μύθος
λέγω («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ' ἁμέ», Αριστοφ.)
αρχ.
καλώ, αποκαλώ, επονομάζω.

Greek Monotonic

μῡθίζω: μεταγεν. τύπος αντί μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθίζω: (act. - только praes. и aor.; med. - только praes.; дор. part. praes. f μυθίζοισα, дор. inf. μυθίσδεν; лак. praes. μυσίδδω; inf. aor. μυσίξαι) Arph., Theocr. = μυθέω.

Middle Liddell

μῡθίζω, later form for μυθέομαι.]