εὐποσία
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ἡ, A abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινο-ποσία].