διακώλυσις
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
εως, ἡ, hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'empêcher.
Étymologie: διακωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
oposición, impedimento τῶν ἀναιρέσεων Pl.R.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.Rh.1421b22.
Greek Monotonic
διακώλῡσις: -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακώλυσις -εως, ἡ [διακωλύω] belemmering.
Russian (Dvoretsky)
διακώλῡσις: εως ἡ противодействие (τινος Plat., Arst.).
Middle Liddell
διακώλῡσις, εως n [from διακωλύω
a hindering, Plat.