πολύθυτος

From LSJ
Revision as of 11:35, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθῠτος Medium diacritics: πολύθυτος Low diacritics: πολύθυτος Capitals: ΠΟΛΥΘΥΤΟΣ
Transliteration A: polýthytos Transliteration B: polythytos Transliteration C: polythytos Beta Code: polu/qutos

English (LSJ)

ον, abounding in sacrifices, ἔρανος, πομπαί, Pi.P.5.77, N.7.47; σφαγαί S.Tr.756; ἄλσος Ἀρτέμιδος E.IA185 (lyr.); τιμά Id.Heracl.777 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 663] mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθῠτος: -ον, ὁ πλήρης θυσιῶν, ὁ μετὰ πολλῶν θυσιῶν, ἔρανος, πομπαὶ Πινδ. Π. 5. 102, Ν. 7. 69· σφαγαὶ Σοφ. Τρ. 756· ἄλσος Ἀρτέμιδος Εὐρ. Ι. A. 185· τιμὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 777 (ἔνθα ὁ Δινδ. πολύθυστος χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. ἄθυστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 accompagné ou qui se compose de nombreux sacrifices;
2 où l’on offre de nombreux sacrifices.
Étymologie: πολύς, θύω.

English (Slater)

πολῠθῠτος, -ον with many sacrifices πολύθυτον ἔρανον (P. 5.77) ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό-θυτος, καλλί-θυτος].

Greek Monotonic

πολύθῠτος: -ον, αυτός που αφθονεί σε θυσίες, σε Πίνδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πολύθῠτος:
1) сопровождаемый многочисленными жертвоприношениями (πομπαί Pind.): σφαγαὶ πολύθυτοι Eur. заклание многих жертв;
2) в котором совершаются частые жертвоприношения (ἄλσος Ἀρτέμιδος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθυτος -ον [πολύς, θύω] met veel offers.

Middle Liddell

πολύ-θῠτος, ον,
abounding in sacrifices, Pind., etc.