διαιρῶ

From LSJ
Revision as of 12:57, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(AM διαιρῶ, διαιρέω) αιρώ<br /><b>1.</b> χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω<br /><b>2.</b> ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

(AM διαιρῶ, διαιρέω) αιρώ
1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω
2. εκτελώ την πράξη της διαίρεσης
3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς ανεμπόδιστος)
αρχ.
1. διανοίγω, διαχωρίζω
2. διαρρηγνύω, καταστρέφω, κατεδαφίζω
3. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) το διηρημένον
το ρήγμα
4. διαλύω
5. διακόπτω τη συνέχεια
6. στίζω
7. αποχωρίζω κάτι
8. αποφασίζω, κρίνω, δικάζω
9. προσδιορίζω
10. διαστέλλω
11. ερμηνεύω
12. μέσ. διαιρούμαι μοιράζομαι.