μονώψ

From LSJ
Revision as of 17:16, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώψ Medium diacritics: μονώψ Low diacritics: μονώψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: monṓps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: monw/y

English (LSJ)

ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ, A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, , bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu'un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.

Greek Monolingual

μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].

Greek Monotonic

μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).

Middle Liddell

μον-ώψ, ιονιξ μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,
one-eyed, Aesch., Eur.