μονώψ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ, A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, ὁ, bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.
German (Pape)
[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu'un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.
Greek Monolingual
μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].
Greek Monotonic
μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).
Middle Liddell
μον-ώψ, ιονιξ μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,
one-eyed, Aesch., Eur.