βροτόεις
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
εσσα, εν, (βρότος) A gory, ἔναρα Il.6.480, etc.; ἀνδράγρια 14.509. II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 465] εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
Greek (Liddell-Scott)
βροτόεις: εσσα, εν, (βρότος) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, ἔναρα Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· ἀνδράγρια Ξ. 509.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
couvert de sang.
Étymologie: βρότος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
humano μέλεα Stesich.15.2.13S., δέμας Nonn.D.47.431 (v.l.), cf. βροτός.
-εσσα, -εν
sangriento, ἔναρα Il.6.480, 8.534, Hes.Sc.367, ἀνδράγρια Il.14.509, ὠτειλή Hom.Fr.8, cf. βρότος.
Greek Monolingual
βροτόεις, -εσσα, -εν (Α) βρότος
κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα.
Greek Monotonic
βροτόεις: -εσσα, -εν (βρότος), λεκιασμένος με ανθρώπινο αίμα, κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βροτόεις: όεσσα, όεν βρότος залитый кровью, окровавленный (ἔναρα Hom., Hes.).
Middle Liddell
βρότος
gory, blood-boltered, Il.