ἀλαμπής

From LSJ
Revision as of 15:35, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαμπής Medium diacritics: ἀλαμπής Low diacritics: αλαμπής Capitals: ΑΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: alampḗs Transliteration B: alampēs Transliteration C: alampis Beta Code: a)lamph/s

English (LSJ)

ές, = ἀλάμπετος (without light, darksome), A νύξ Simon.37.8; dull, not bright, ὄψιες v.l. in Hp.Prog.2, πῦρ D.S.3.48; of colour, Arist. Col.793a12; of sound, Orib.50.51.2; ἀ. ἡλίον out of sun's light, S. Tr.691; ὑπόγαιον J.BJ1.3.3; ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.). 2 metaph., obscure, ἀρετὴν..ἀμαυρὰν καὶ ἀ. Plu. Phoc.1, cf. B.12.175.

German (Pape)

[Seite 89] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαμπής: -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, ἄδοξος, ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.
Étymologie: , λάμπω.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἀλαμπέες Gr.Naz.M.37.1570]
I 1que está lejos o apartado de la luz c. gen. ἡλίου S.Tr.691
fig. de la luz divina, Gr.Naz.M.36.228C
abs. privado de la luz, oscuro, sombrío Ἄϊδος εὐναί GVI 704.3 (Antioquía, Siria I a.C.), ὑπόγαιον I.BI 1.75, χωρίον Plu.2.940e
subst. ἀλαμπέϊ νυκτός en la oscuridad de la noche B.13.175.
2 de colores y sonidos apagado op. στιλβός Arist.Col.793a12, χρῶμα Plu.Phoc.2, φωνή Orib.50.51.2.
3 poco brillante, sin brillo ὀμμάτιον Arist.Phgn.807b35, πῦρ D.S.3.48
medic. de una fiebre sin manifestaciones externas πῦρ Aret.SA 2.7.3, πυρετός Aret.SD 2.9.12.
4 fig. oscuro, sin gloria ἀρετὴ ἀμαυρὰ καὶ ἀ. Plu.Phoc.1, de hombres ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς Vett.Val.88.26.
II 1ciego Const.Diac.Laud.M.88.521A.
2 fig. de los escritores paganos no iluminado Gr.Naz.M.37.1570.

Greek Monolingual

ἀλαμπής, -ὲς (Α)
1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός
2. άσημος, άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - + -λαμπὴς < λάμπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλαμπία.

Greek Monotonic

ἀλαμπής: -ές, = το προηγ. ἀλ. ἡλίου,
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, ανήλιαγος, σε Σοφ.
2. μεταφ., άσημος, άδοξος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλαμπής:
1) лишенный блеска, т. е. неосвещенный, темный (Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.): ἀ. ἡλίου Soph. укрытый от солнечных лучей;
2) тусклый (χρώματα Plut.).

Middle Liddell

= ἀλάμπετος
1. ἀλ. ἡλίου out of the sun's light, Soph.
2. metaph. obscure, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαμπής -ές [ἀ-, λάμπω
1. niet helder, dof.
2. niet verlicht door, zonder het licht van, met gen.: ἀλαμπὲς ἡλίου niet verlicht door de zon Soph. Tr. 691.
3. overdr. obscuur, onbekend.