δολερός

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολερός Medium diacritics: δολερός Low diacritics: δολερός Capitals: ΔΟΛΕΡΟΣ
Transliteration A: dolerós Transliteration B: doleros Transliteration C: doleros Beta Code: dolero/s

English (LSJ)

ά, όν, (δόλος) deceitful, treacherous, νόος Hdt.2.151; ἄνθρωποι, εἵματα, Id.3.22; φρήν S.Ph.1112 (lyr.), cf. X.Cyr.1.6.27, Ant.Lib.29.3; δολερὸν πέφυκεν ἄνθρωπος Arr.An.4.5.1; δ. ἔρως Pl. Smp.205d. Adv. -ρῶς Ph.2.314, J.AJ14.13.6, Poll.3.132.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 de pers. traidor, engañoso, traicionero ἄνθρωποι Hdt.3.22, cf. Corinn.40.5(a).2, Ar.Au.451, X.Cyr.1.6.27, Vett.Val.388.9, μάτηρ de Clitemestra, S.El.123, νόος Hdt.2.151, Anacreont.57.25, φρήν S.Ph.1112, ἔρως Pl.Smp.205d, tb. de anim. γαλῆ Ant.Lib.29.3, κέαρ del oso, Opp.C.3.145, cf. D.P.Au.1.11, φιλία AP 11.390 (Lucill.), ὤλοντο ... δολερῷ θανάτῳ AP 7.312 (Asinius), δ. νοῦσος traicionera enfermedad, ICr.3.3.50 (Hierapitna II d.C.), ὀπιπεύων δολερὰς ... ὀπωπάς Musae.101
fig. δ. χάος engañoso agujero como trampa de leones, Opp.C.4.92.
2 adv. -ῶς a traición, traidoramente μηχανᾶται δ. τὸν φόνον Ph.2.314, ὑποκρίνεσθαι δ. I.AI 14.350, cf. Poll.3.132.

German (Pape)

[Seite 654] listig, betrügerisch; μήτηρ, φρήν, Soph. El. 123 Phil. 1099; Ar. Av. 451; εἵματα die einen falschen Schein geben, Her. 3, 22; Folgde; neben ἐπίβουλος καὶ κρυψίνους Xen. Cyr. 1, 6, 27; auch ποταμός, Her. 7, 35. – Von Sachen, verfälscht, Plut. – Adv., Poll. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δολερός: -ά, -όν, (δόλος) δόλιος, ἀπατηλός, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 22, Σοφ. Φ. 1112, κτλ. -Ἐπίρρ. -ρῶς, Πολυδ. Γ΄, 132.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
rusé ; faux, trompeur, perfide.
Étymologie: δόλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δολερός, -ά, -όν)
αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής.

Greek Monotonic

δολερός: -ά, -όν (δόλος), απατηλός, αυτός που ξεγελά, ύπουλος, δόλιος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δολερός:
1) хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὶ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.);
2) обманчивый, коварный (ποταμός Her. - v.l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.).

Middle Liddell

adj δόλος
deceitful, deceptive, treacherous, Hdt., Soph., etc.