δολερός
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ά, όν, (δόλος) deceitful, treacherous, νόος Hdt.2.151; ἄνθρωποι, εἵματα, Id.3.22; φρήν S.Ph.1112 (lyr.), cf. X.Cyr.1.6.27, Ant.Lib.29.3; δολερὸν πέφυκεν ἄνθρωπος Arr.An.4.5.1; δ. ἔρως Pl. Smp.205d. Adv. -ρῶς Ph.2.314, J.AJ14.13.6, Poll.3.132.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 de pers. traidor, engañoso, traicionero ἄνθρωποι Hdt.3.22, cf. Corinn.40.5(a).2, Ar.Au.451, X.Cyr.1.6.27, Vett.Val.388.9, μάτηρ de Clitemestra, S.El.123, νόος Hdt.2.151, Anacreont.57.25, φρήν S.Ph.1112, ἔρως Pl.Smp.205d, tb. de anim. γαλῆ Ant.Lib.29.3, κέαρ del oso, Opp.C.3.145, cf. D.P.Au.1.11, φιλία AP 11.390 (Lucill.), ὤλοντο ... δολερῷ θανάτῳ AP 7.312 (Asinius), δ. νοῦσος traicionera enfermedad, ICr.3.3.50 (Hierapitna II d.C.), ὀπιπεύων δολερὰς ... ὀπωπάς Musae.101
•fig. δ. χάος engañoso agujero como trampa de leones, Opp.C.4.92.
2 adv. -ῶς a traición, traidoramente μηχανᾶται δ. τὸν φόνον Ph.2.314, ὑποκρίνεσθαι δ. I.AI 14.350, cf. Poll.3.132.
German (Pape)
[Seite 654] listig, betrügerisch; μήτηρ, φρήν, Soph. El. 123 Phil. 1099; Ar. Av. 451; εἵματα die einen falschen Schein geben, Her. 3, 22; Folgde; neben ἐπίβουλος καὶ κρυψίνους Xen. Cyr. 1, 6, 27; auch ποταμός, Her. 7, 35. – Von Sachen, verfälscht, Plut. – Adv., Poll. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δολερός: -ά, -όν, (δόλος) δόλιος, ἀπατηλός, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 22, Σοφ. Φ. 1112, κτλ. -Ἐπίρρ. -ρῶς, Πολυδ. Γ΄, 132.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
rusé ; faux, trompeur, perfide.
Étymologie: δόλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δολερός, -ά, -όν)
αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής.
Greek Monotonic
δολερός: -ά, -όν (δόλος), απατηλός, αυτός που ξεγελά, ύπουλος, δόλιος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δολερός:
1) хитрый, коварный (sc. Κλυταιμνήστρα Soph.; κρυψίνους καὶ δ. Xen.; ἄνθρωπος Arst.);
2) обманчивый, коварный (ποταμός Her. - v.l. θολερός; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.).
Middle Liddell
adj δόλος
deceitful, deceptive, treacherous, Hdt., Soph., etc.