εἰσάπαξ
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
[σᾰ], = εἰς ἅπαξ, at once, once for all, Hdt.6.125, A.Pr.750, Th.5.85, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.125
• Prosodia: [-σᾰ-]
adv.
1 una sola vez δωρέεται χρυσῷ τὸν ἂν δύνηται ... ἐξενείκασθαι ἐ. Hdt.l.c., οὐ γὰρ εἰ. ἐρῶ E.Andr.943
•adnom. καὶ τῆς εἰ. προέσεως y durante una sola, e.d. en la misma emisión Arist.GA 739a10.
2 de una vez, de una vez por todas κρεῖσσον ... εἰ. θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς A.Pr.750, εἰ. γὰρ αὐτὸ λήμψῃ pues lo recibirás todo de una vez el alquiler POxy.1294.14 (II d.C.), cf. Ammon.Diff.16, PStras.142.18 (IV d.C.), ὁ δὲ πεπληρωμένος εἰ. Iambl.Protr.17, πάντα ... ἀθρόως εἰ. εἰπεῖν ἀμήχανον es imposible contar todo en su conjunto, de una vez Basil.Ep.28.1, εἰ. ἐπιτυχεῖν τὰ προσήκοντα Lib.Ep.Basil.1.2.
German (Pape)
[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαξ, wie es auch geschrieben wird, für Einmal, auf Einmal; Her. 6, 125; Plat. Soph. 247 e; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν Aesch. Pr Om. 752.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάπαξ: ἀντὶ τοῦ εἰς ἅπαξ, ἅπαξ διὰ παντός, ἐφάπαξ, Ἡρόδ. 6. 125, Αἰσχύλ. Πρ. 750, Θουκ. 5. 85, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 une seule fois.
Étymologie: εἰς, ἅπαξ.
Greek Monolingual
εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α)
επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός.
Greek Monotonic
εἰσάπαξ: αντί εἰς ἅπαξ, με τη μια, μια και καλή, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσάπαξ: ион. и староатт. ἐσάπαξ adv. тж. раздельно
1) (всего), один раз, однажды, однократно (γίγνεσθαι Arst.): ὃς οὐκ ἂν εἵλετ᾽ εἰ. εἰπεῖν Soph. который беспрестанно повторял (досл. не довольствовался однократным высказыванием);
2) раз навсегда (κρεῖσσον εἰ. θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς Aesch.);
3) зараз, в один прием (ἐξενείκασθαί τι Her.; εἰ. ἔπιεν ἐλέφας τέσσαρας καὶ δέκα μετρητάς Arst.).
Middle Liddell
for εἰς ἅπαξ at once, once for all, Hdt., attic