θαμβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμβαίνω Medium diacritics: θαμβαίνω Low diacritics: θαμβαίνω Capitals: ΘΑΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: thambaínō Transliteration B: thambainō Transliteration C: thamvaino Beta Code: qambai/nw

English (LSJ)

= θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.

German (Pape)

[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).

French (Bailly abrégé)

être frappé d'étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.

English (Slater)

θαμβαίνω admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v.l.) (O. 3.32)

Greek Monolingual

θαμβαίνω (Α) θάμβος
είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαμβαίνω: = θαμβέω, μένω έκπληκτος, είμαι θαμπωμένος με κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θαμβαίνω: только praes. удивляться, поражаться, с изумлением созерцать (εἶδός τε καὶ εἵματα HH).

Middle Liddell

= θαμβέω
to be astonished at, Hhymn.