πολύξεστος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξεστος Medium diacritics: πολύξεστος Low diacritics: πολύξεστος Capitals: ΠΟΛΥΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: polýxestos Transliteration B: polyxestos Transliteration C: polyksestos Beta Code: polu/cestos

English (LSJ)

ον, (ξέω) much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).

German (Pape)

[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
raboté avec soin ; poli avec art.
Étymologie: πολύς, ξέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά-ξεστος, εύ-ξεστος].

Greek Monotonic

πολύξεστος: -ον (ξέω), πολύ γυαλιστερός, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύξεστος -ον [πολύς, ξέω] met zorg geschaafd.

Russian (Dvoretsky)

πολύξεστος: тщательно выстроганный или обтесанный (πύλαι Soph.).

Middle Liddell

πολύ-ξεστος, ον, [ξέω]
much-polished, Soph.