Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφετερισμός

From LSJ
Revision as of 11:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετερισμός Medium diacritics: σφετερισμός Low diacritics: σφετερισμός Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spheterismós Transliteration B: spheterismos Transliteration C: sfeterismos Beta Code: sfeterismo/s

English (LSJ)

ὁ, appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ = for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s'approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός:присвоение, завладение, захват Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.

Middle Liddell

σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.