ἀεροειδής
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. and Ion. ἠεροειδής, ές, like the sky or air, Pl.Ti.78c, Arist.GC 330b24, etc.:—cloudy in colour, Id.Col.794a4, cf. 797a7, BGU1207.6 (i B. C.).—For the Homeric usage of the word v. ἠεροειδής.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép., jón. ἠεροειδής
• Prosodia: [ᾱ-]
I 1neblinoso, turbio, de color grisáceo πόντος Il.23.744, Od.2.263, Hes.Th.252, σπέος Od.12.80, πέτρη Od.12.233, ἄντρον Od.13.103, νεφέλη Hes.Th.757, αὐγαί Arist.Col.792b8, cf. 794a4, τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ καὶ λεῖα, ἐγγύθεν δὲ τραχέα D.L.9.85, dud. χιτώνια BGU 1207.6 (I a.C.)
•de cierta piedra preciosa, subst. aëroides cierto berilo Plin.HN 37.77.
2 neutr. como adv. en la lejanía, entre la neblina ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770, Hes.Th.757, πνοιαί Orph.H.38.22.
II aéreo, como el aire, de la naturaleza del aire τὸ κύτος Pl.Ti.78c, cf. Procl.in Ti.3.187.29, Arist.GC 330b24, ἀκοή op. φωτοειδὴς ὄψις S.E.M.7.93, 119, ὕδωρ Arr.Ind.6.3
•subst. τὸ ὀρεκτικὸν καὶ ἀεροειδέστερον Ptol.Iudic.21.3.
German (Pape)
[Seite 42] ές, luftartig, ἐγκύρτια Plat. Tim. 78 c; καπνός Arist. col. 3; τὰ ὄρη πόῤῥωθεν ἀεροειδῆ, wiein Dunst gehüllt, D. L. 9, 85; s. ἠεροειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροειδής: -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. ἠεροειδής, ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. ἀερώδης. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε ἠεροειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
épq. et ion. ἠεροειδής;
1 qui a la couleur de l'air, càd d'un bleu sombre, en particulier de la mer ; sombre, obscur (antre, caverne, etc.);
2 qui se perd dans les airs, indistinct, confus.
Étymologie: ἀήρ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀεροειδής: эп.-ион. ἠεροειδής 2
1) воздухообразный, воздушный (κύτος Plat.; καπνός Arst.; σῶμα Plut.);
2) окутанный дымкой, туманный (πόντος, πέτρη Hom.; νεφέλη Hes.): ἠεροειδές Hom. синеватая даль; τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ Diog. L. синеющие вдали горы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀεροειδής -ές, ep. Ion. ἠεροειδής ἀήρ, εἶδος
1. lijkend op de lucht, luchtachtig, luchtvormig.
2. nevelig, duister:. ὅσσον δ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν zo ver als een man in de vage verte kan kijken Il. 5.770.