ἀνέγγυος

From LSJ
Revision as of 13:01, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγγυος Medium diacritics: ἀνέγγυος Low diacritics: ανέγγυος Capitals: ΑΝΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: anéngyos Transliteration B: anengyos Transliteration C: aneggyos Beta Code: a)ne/gguos

English (LSJ)

ον, not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.

Spanish (DGE)

-ον
I que no ofrece garantías o seguridad ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος Anacr.193.3, ἀνέγγυοι γάμοι bodas en las que no se ha ofrecido dote E.Fr.2 incertae sedis M.
II 1ilegítimo ἀνέγγυον ... παῖδα Pl.R.461b
fuera del matrimonio ἀνεγγύους ἐποίησαν ... τὰς ... μίξεις D.H.2.24, cf. Plu.2.249d.
2 de una mujer sin desposar ἀνέγγυοι θυγατέρες Plu.Rom.35, cf. Caes.14, D.C.59.12.1, Nonn.D.6.106.

German (Pape)

[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῖν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans caution, sans garantie, d'où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: , ἔγγυος.

Greek Monolingual

ἀνέγγυος, -ον (Α)
1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος
2. αφερέγγυος
3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο
4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγύη «εγγύηση»].

Greek Monotonic

ἀνέγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δεν έχει εγγύηση, σε Πλάτ.· λέγεται για γυναίκα, άγαμος, ανύπανδρη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγγυος:
1) недостоверный, неясный (ὥρη Anacr.);
2) внебрачный, незаконнорожденный (παῖς Plat.);
3) не состоящая в законном браке, необрученная (γυνή Plut.).

Middle Liddell

ἐγγύη
not accredited, Plat.; of a woman, unwedded, Plut.