ἐπισκάπτω

From LSJ
Revision as of 09:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκάπτω Medium diacritics: ἐπισκάπτω Low diacritics: επισκάπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: episkáptō Transliteration B: episkaptō Transliteration C: episkapto Beta Code: e)piska/ptw

English (LSJ)

A dig superficially, AP9.52 (Carph.). II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.

Greek Monolingual

ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.

Greek Monotonic

ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).

Middle Liddell

fut. ψω
to dig superficially, Anth.