ἤγουν

From LSJ
Revision as of 17:20, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "c’e" to "c'e")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγουν Medium diacritics: ἤγουν Low diacritics: ήγουν Capitals: ΗΓΟΥΝ
Transliteration A: ḗgoun Transliteration B: ēgoun Transliteration C: igoun Beta Code: h)/goun

English (LSJ)

Conj., (ἤ γε οὖν) that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".

Greek (Liddell-Scott)

ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.

Greek Monolingual

(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].

Greek Monotonic

ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.

Middle Liddell

[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.