ὀλοφυρτικός
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ή, όν, inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.
German (Pape)
[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Greek Monolingual
ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
Greek Monotonic
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, παραπονιάρης, κλαψιάρης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοφυρτικός: склонный к жалобам Arst.
Middle Liddell
ὀλοφυρτικός, ή, όν [from ὀλοφύρομαι
querulous, Arist.