ὀλβοδότης
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ου, Dor. ὀλβοδότας, α, ὁ, giver of bliss or giver of wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβοδότις, ιδος, ib.27.9.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.
Greek Monolingual
ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθοδότης.
Greek Monotonic
ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει ευδαιμονία, αγαθά ή πλούτο, όπως το ὀλβιοδώτης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότης: ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur.
Middle Liddell
ὀλβο-δότης, ου,
giver of bliss, of good or wealth, like ὀλβιοδώτης, Eur.