ὕφαιμος

From LSJ
Revision as of 12:14, 1 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕφαιμος Medium diacritics: ὕφαιμος Low diacritics: ύφαιμος Capitals: ΥΦΑΙΜΟΣ
Transliteration A: hýphaimos Transliteration B: hyphaimos Transliteration C: yfaimos Beta Code: u(/faimos

English (LSJ)

ον, (αἷμα)
A suffused with blood, blood-shot, Hp.Aph.5.23; of the nails, Orib.Syn.7.18; ὑγρασία Sor.1.19; ῥοῦς Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; especially of the eyes, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕφαιμα Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὕφαιμος τὴν χρόαν Dsc.4.23.
II of complexion or temperament, sanguine, Hp.Epid.3.14; ὕφαιμος ἵππος = hot-blooded, Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕφαιμος Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφαιμος: -ον, (αἷμα) ὁ ἔχων ὑποκάτω ὑποκεχυμένον αἷμα, ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, αἱματώδης, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. ἵππος, κοινῶς «θερμοαίματος», θυμοειδής, Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, càd menaçants, terribles;
2 de complexion sanguine.
Étymologie: ὑπό, αἷμα.

Greek Monotonic

ὕφαιμος: -ον (αἷμα),
I. πλημμυρισμένος με αίμα, κατακόκκινος, ερεθισμένος (λέγεται για μάτι), σε Δημ.
II. λέγεται για ιδιοσυγκρασία, αιματώδης, θερμόαιμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕφαιμος:
1) налитый кровью (βραχίονες Dem.; ὀφθαλμοί Sext.): ὕφαιμον βλέπειν Luc. глядеть налившимися кровью глазами;
2) полнокровный Plat., Arst.

Middle Liddell

ὕφαιμος, ον, αἷμα
I. suffused with blood, blood-shot, Dem.
II. of temperament, sanguine, Plat.