πάνδικος

From LSJ
Revision as of 22:06, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδῐκος Medium diacritics: πάνδικος Low diacritics: πάνδικος Capitals: ΠΑΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pándikos Transliteration B: pandikos Transliteration C: pandikos Beta Code: pa/ndikos

English (LSJ)

ον, all-righteous, φρήν S.Tr.294; π. σέβας prob. in A. Supp.776(lyr.). Adv. -κως most justly, Id.Th.172 (lyr.), 670, Ch.241, S.OC1306, E.Rh.720 (lyr.); as in duty bound, S.Tr.611, 1247.

German (Pape)

[Seite 458] ganz gerecht; λιταί, Aesch. Spt. 155; φρήν, Soph. Trach. 294. – Häufiger im adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht, ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται, Aesch. Ch. 239; Eum. 771 u. öfter; Soph. Trach. 610; Eur. Rhes. 720.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: πᾶν, δίκη.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδῐκος: -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. βοῦνις. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ λέξις κεῖται ἁπλῶς ὡς = πάντως, Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720.

Greek Monolingual

-ον, Α
δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ.
β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.).
επίρρ...
πανδίκως
με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].

Greek Monotonic

πάνδῐκος: -ον (δίκη), δικαιότατος, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, πάρα πολύ δίκαιος, σε Αισχύλ.· αλλά απλώς = πάντως, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάνδῐκος: совершенно справедливый: πανδίκῳ φρενί Soph. = πανδίκως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδικος -ον [πᾶς, δίκη] geheel rechtvaardig; adv. πανδίκως geheel terecht.

Middle Liddell

πάν-δῐκος, ον, δίκη
all righteous, Soph. adv. -κως, most justly, Aesch.; but simply = πάντως, Soph.

English (Woodhouse)

exceeding just

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)