κατακρούω
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
A knock, τι ἐς τρύπημα Gp.10.61. 2 make narrow incisions or 'stabbings', Hp.Ulc.24, 25, Medic.7. 3 beat copper pans, etc., in order to entice bees, Pl.Lg.843e. 4 in Archit. perhaps, = διακρούω, IG 7.4255.14.
German (Pape)
[Seite 1357] (s. κρούω), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων οὕτως οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräthe von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρούω: κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐμπηγνύω, τὸ πρέμνον πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- σχάζω, τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., ὅπως προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου δελεάζω καὶ πρὸς ἐμαυτὸν ἕλκω, ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων οὕτως οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ Πολυδ. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.
Spanish
Greek Monolingual
και κατακρούγω (AM κατακρούω)
νεοελλ.
1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.)
2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» — φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.)
β) «στα βάθη κατακρούω» — γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.)
γ) «κατακρούω πόρτα» — χτυπώ την πόρτα (Ερωτόκρ.)
μσν.
1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
2. πλήττω
μσν.-αρχ.
χτυπώ και σπρώχνω κάτι προς τα κάτω («τὸ πρέμνον πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον», Γεωπ.)
αρχ.
1. σχίζω το δέρμα
2. χτυπώ χάλκινα σκεύη για να προσελκύσω μέλισσες
3. κάνω υπερβολικό θόρυβο, ξεκουφαίνω («τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι»)
4. διακρούω.
Russian (Dvoretsky)
κατακρούω: стуком сманивать к себе (чужих пчел) Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρούω naar zich toe lokken (door getrommel). geneesk. een insnijding maken.