εἵργνυμι

From LSJ
Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵργνῡμι Medium diacritics: εἵργνυμι Low diacritics: είργνυμι Capitals: ΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: heírgnymi Transliteration B: heirgnymi Transliteration C: eirgnymi Beta Code: ei(/rgnumi

English (LSJ)

(-ύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—shut in or up, Od. 10.238.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d
• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ἐέργνυν;
c. εἵργω.

Greek (Liddell-Scott)

εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.

Greek Monolingual

εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].

Greek Monotonic

εἵργνῡμι: = εἴργω, ἔργω, κλείνω, κλειδώνω, σωπαίνω, Επικ. παρατ. ἐέργνυν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἵργνῡμι: Hom. (только impf. ἐέργνυν) = εἵργω.

Middle Liddell

= εἴργω, ἔργω,]
to shut in or up, epic imperf. ἐέργνυν, Od.