εὐρυρέων
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ουσα, ον, broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.
Greek Monolingual
εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].
Greek Monotonic
εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠρέων: έουσα, έον Hom., Pind. = εὐρυρέεθρος.
Middle Liddell
[ῥέω]
broad-flowing, Il. —there is no such verb as εὐρυρέω, v. εὖ fin.