εὔτροπος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, (τρέπω) A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10. II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. -πως, gloss on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.
German (Pape)
[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
versatile.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
Greek Monolingual
εὔτροπος, -ον (ΑΜ)
επιδέξιος, εύστροφος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλούς τρόπους
2. (για νοσήματα) ήπιος, μαλακός.
επίρρ...
εὐτρόπως (Α)
(ως σχόλ. του επιρρ. εὐοργήτως στον Θουκ.) «εὐοργήτως
εὐτρόπως
ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπος (< τρέπω)].
Greek Monotonic
εὔτροπος: -ον (τρέπω), εύστροφος, πολυμήχανος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔτροπος:
1) изворотливый, легко приспособляющийся Arst.