Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυβίζω

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβίζω Medium diacritics: κυβίζω Low diacritics: κυβίζω Capitals: ΚΥΒΙΖΩ
Transliteration A: kybízō Transliteration B: kybizō Transliteration C: kyvizo Beta Code: kubi/zw

English (LSJ)

(κύβος) make into a cube, τὸ πλῆθος τῷ σχήματι Plu.2.979f; of numbers, raise to the cube, Hero Metr.3.22:—Pass., Procl.Hyp.4.102, Theol.Ar.33; to be multiplied, Hippol.Haer.1.2.10.

German (Pape)

[Seite 1523] zum Würfel machen; Plut. sagt von den Thunfischen ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν, ἓξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενον, sie bilden einen Würfel mit ihrer ganzen Masse, de sol. anim. 29. – Eine Zahl in den Kubus erheben, Theolog. arithm.

French (Bailly abrégé)

former ou figurer un cube.
Étymologie: κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβίζω: μέλλ. -ίσω, (κύβος) ποιῶ τι εἰς σχῆμα κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.

Greek Monolingual

(I)
(AM κυβίζω) κύβος
1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῦσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.)
2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά ομοειδή αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί από αυτά σωρός με τις διαστάσεις του κυβικού μέτρου ή μεγαλύτερος σωρός, σχήματος ορθογωνίου ή τετραγώνου, διαιρετού σε κυβικά μέτρα
2. μετρώ έναν όγκο ή χώρο σε κυβικά μέτρα
αρχ.
παθ. κυβίζομαι
πολλαπλασιάζομαι.
(II)
κυβίζω (Μ) κύβη
χαμηλώνω το κεφάλι, σκύβω.

Russian (Dvoretsky)

κῠβίζω: образовывать куб, принимать кубическую форму Plut.