μῖλαξ
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ, Att. for σμῖλαξ IV. II = μέλλαξ, Hermipp.33.
German (Pape)
[Seite 186] ακος, ἡ, = σμῖλαξ; στεφάνους μίλακος ἀνθεσφόρου, Eur. Bacch. 702; Schol. Ap. Rh. 1, 186.
Greek (Liddell-Scott)
μῖλαξ: -ᾰκος, ἡ, Ἀττ. ἀντὶ σμῖλαξ· ἴδε σμῖλαξ IV.
Greek Monolingual
(I)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ.
(II)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία
ἔνιοι δὲ μέλλαξ
καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῖς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος
ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «νεαρός άνδρας» (πρβλ. μέλλαξ) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. μεῖραξ και μέλλαξ. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταφορική χρήση του τ. σμῖλαξ «είδος φυτού». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. μιλ(λ)ός «βραδύς, χαύνος» (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίλλαξ), άποψη ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].
Russian (Dvoretsky)
μῖλαξ: ᾰκος ἡ Eur., Plat. = σμῖλαξ.
Frisk Etymological English
1 μῖλος Meaning: taxus, bindweed
See also: s. σμῖλαξ.
2
Grammatical information: ?
Meaning: ἡλικία ἔνιοι δε μέλλαξ καὶ παρ' ΏΕρμίππῳ ἑν Θεοῖς (fr. 33) ἀγνοήσας ΏΑρτεμίδωρος ἐκεῖ γὰρ μῖλάξ ἐστιν, δηλοῖ δε τὸν δημοτικόν. DELG adds that he gloss may be partly corrupt; he refers to μέλλαξ in H., i.e. μέλ[λ]ακες νεώτεροι [corr. to μελλ- by Salm.]
Etymology: -- Identical with 1. μῖλαξ as metaphor? (Frisk). Baunack Phil. 70, 461 supposes a cross of μεῖραξ (pronounced μιρ-) and μέλλαξ (?). See s. μέλλαξ.
Middle Liddell
μῖλαξ, ακος, attic for σμῖλαξ.
Frisk Etymology German
μῖλαξ: 1. μῖλος
{mĩlaks}
Meaning: Taxus, Eibe
See also: s. σμῖλαξ.
Page 2,237
2.
{mĩlaks}
Meaning: = μέλλαξ (Hermipp. Kom. 33).
Etymology: Mit 1. μῖλαξ als Metapher identisch? Baunack Phil. 70, 461 vermutet Kreuzung von μεῖραξ (gespr. μιρ-) und μέλλαξ (?).
Page 2,237