οἰμάω

From LSJ
Revision as of 23:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor., A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140. 2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s'élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].

Greek Monotonic

οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰμάω: (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ αἰετός Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).

Middle Liddell

οἰμάω,
1. to swoop or pounce upon its prey, of an eagle, Hom.; κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, Il.
2. absol. to dart along, Orac. ap. Hdt.