τοκετός

From LSJ
Revision as of 10:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκετός Medium diacritics: τοκετός Low diacritics: τοκετός Capitals: ΤΟΚΕΤΟΣ
Transliteration A: toketós Transliteration B: toketos Transliteration C: toketos Beta Code: toketo/s

English (LSJ)

ὁ, = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA748b22; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31; τοκετῶν βάσανος AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τόκος, 1) Geburt, Niederkunft; Arist. gen. an. 2, 8; Leon. Tar. 71 (VII, 163). – 2) das Geborene, Agath. prooem. Anth. (IV, 3, 64).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 enfantement;
2 enfant, rejeton.
Étymologie: τόκος.

Greek (Liddell-Scott)

τοκετός: -οῦ, ὁ, γέννα, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 282, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 8, 21, κπλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., τοκετῶν βάσανος Ἀνθ. Π. 9. 311. ΙΙ. τὸ γεννώμενον, γιγαντείου τοκετοῖο Ἀγαθίου Σχολαστικοῦ Προοίμ. ἐν Ἀνθ. Παλ. 4. 3, 64. 2) μεταφορ., κέρδος, ὠφέλεια, Ἰγνάτ. πρὸς Ρωμ. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γέννηση, γέννα
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) το σύνολο τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως αποτέλεσμα την έξοδο του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές οδούς της μητέρας μετά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
2. φρ. α) «προκλητός τοκετός»
ιατρ. τοκετός που προκαλείται τεχνητά πριν από την αυτόματη έναρξη τών ωδινών, με συντηρητικά μέσα, συνήθως με χορήγηση ορμονών, ή εγχειρητικώς, με μηχανική διαστολή του τραχήλου ή ρήξη του θυλακίου
β) «πρόωρος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρόωρος
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρώιμος
δ) «φυσικός τοκετός»
ιατρ. σχετικά ανώδυνος τοκετός ως αποτέλεσμα προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα -ετός (πρβλ. παγ-ετός)].

Greek Monotonic

τοκετός: -οῦ, ὁ, = τόκος, γέννα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τοκετός: ὁ тж. pl. роды Arst.: ἡ τοκετῶν βάσανος Anth. родовые муки.

Middle Liddell

τοκετός, οῦ, ὁ, = τοκός]
birth, delivery, Anth.