ἀντίθυρος

Revision as of 12:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (θύρα) opposite the door, κατ' ἀντίθυρον κλισίης opposite the door of the house, Od.16.159, as the Sch.; or it may be a neut. Subst. ἀντίθυρον the part facing the door, vestibule, as it is in βᾶτε κατ' ἀντιθύρων S.El.1433, ubi v. Herm.: in Luc.Symp.8, the side of a room facing the door, cf. Alex.16, Dom.26.

German (Pape)

[Seite 252] (θύρα), der Thüre gegenüber, κατ' ἀντίθυρον κλισίης Od. 16, 159; Einige halten τὸ ἀντίθυρον für einen Ort im Hause, welcher der Thüre gegenüber liegt, ein Vorgemach; vgl. Soph. El. 1433 βᾶτε κατ' ἀντιθύρων. Bei Luc. Alex. 16 wird ἀντίθυρον erkl. τὸ ὄπισθεν τῆς θύρας μέρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant la porte ; τὸ ἀντίθυρον, τὰ ἀντίθυρα vestibule.
Étymologie: ἀντί, θύρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθυρος: -ον, (θύρα), ἀπέναντι τῆς θύρας, στῆ δὲ κατ’ ἀντίθυρον κλισίης, «ἀντικρὴ τῆς θύρας» (Ὀδ. Π. 159) κατὰ τὸν Σχολ., δυνατὸν ὅμως νὰ εἶναι οὐδ. οὐσιαστ., ἀντίθυρον, τὸ μέρος τὸ ἔναντι τῆς θύρας, ὁ πρόδομος, ὡς ἐν τῷ βᾶτε κατ’ ἀντιθύρων Σοφ. Ἠλ. 1433, ἔνθα ἴδε Ἕρμαννον: ἐν Λουκ. Συμπ. 8, ἡ ἀπέναντι τῆς θύρας κειμένη πλευρὰ δωματίου· κατὰ δὲ τὸν μέσον τοῖχον ἄνω τις ἀντίθυρος Ἀθηνᾶς ναὸς πεποίηται ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ οἴκ. 26.

English (Autenrieth)

(θύρη): over against the door, only κατ' ἀντίθυρον κλισίης, in a position opposite the entrance of the hut, Od. 16.159†.

Greek Monolingual

ἀντίθυρος, -ον (Α)
1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον
προθάλαμος, πρόδομος
3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα.

Greek Monotonic

ἀντίθῠρος: -ον (θύρα),
1. αντικρυνός ως προς την πόρτα· ως ουδ. ουσ. ἀντίθυρον, τό, το μέρος που αντικρύζει την πόρτα, πρόδομος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. η πλευρά του δωματίου που αντικρύζει την πόρτα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίθῠρος: находящийся против двери (ναός Luc.).

Middle Liddell

θύρα
1. opposite the door: as neut. Subst., ἀντίθυρον, ου, τό, the part facing the door, the vestibule, Od., Soph.
2. the side of a room facing the door, Luc.