ἁλίζωνος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, sea-girt, Call.Sos.24, AP7.218 (Antip.Sid.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]
ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.
German (Pape)
[Seite 96] meerumgürtet, Κόρινθος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσθμός 48, 199.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré ou bordé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ζώνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίζωνος: -ον, = ὁ περιεζωσμένος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 218.
Greek Monolingual
ἁλίζωνος, -ον (Μ)
αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.
Greek Monotonic
ἁλίζωνος: -ον (ἅλς, ζώνη), περιζωσμένος από θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίζωνος: опоясанный морем (Κόρινθος Anth.).