ἐναποψύχω
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
[ῡ], A ease oneself in, euphemism for ἐναποπατέω, Hes.Op.759. 2 cool off, PHolm.6.12 (Pass.). II give up the ghost, AP9.1 tit., Hsch.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰποψύχω)
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1aliviarse euf. por ‘defecar’, Hes.Op.759.
2 morir ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν por mamar leche envenenada AP 9.1 tít. (Polyaen.).
II en v. med.-pas. enfriarse θερμὸν (ἄνθρακον) ... βάλε ... καὶ ἄφες ἐναποψυγῆναι PHolm.6.29.
German (Pape)
[Seite 829] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = ἐναποπατέω; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 se soulager le ventre;
2 postér. rendre l'âme entre (les mains de qqn) ; rendre l'âme, expirer.
Étymologie: ἐν, ἀποψύχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, ψύχω, δροσίζω ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ οὔτοι λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως χάριν τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. παραδίδω τὸ πνεῦμα, «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
ἐναποψύχω (AM)
1. δροσίζομαι, αναψύχομαι
2. (κατ' ευφημ.) ανακουφίζομαι σ' έναν τόπο, αποπατώ
3. παθ. δροσίζομαι
4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐναποψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου σε ένα μέρος, ξεψυχώ, σε Ησίοδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποψύχω: (ῡ) Hes. = ἐναποπατέω.