ἐπιμέλημα

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμέλημα Medium diacritics: ἐπιμέλημα Low diacritics: επιμέλημα Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: epimélēma Transliteration B: epimelēma Transliteration C: epimelima Beta Code: e)pime/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, care, business, in plural, Id.Oec.4.4,7.22,37.

German (Pape)

[Seite 961] τό, das, was man besorgt od. treibt, Geschäft, Studium, Xen. Oec. 4, 4. 7, 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de soin, affaire, occupation.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμέλημα: τό, τὸ περὶ ὃ ἀσχολεῖταί τις, ἀσχόλημα, ἐν τοῖς καλλίστοις τε καὶ ἀναγκαιοτάτοις ἡγούμενον εἶναι ἐπιμελήμασι γεωργίαν Ξεν.Οἰκ. 4. 4· ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα αὐτόθι 7. 22, 37.

Greek Monolingual

ἐπιμέλημα, τὸ (Α) επιμελούμαι
το αντικείμενο της φροντίδας, η απασχόληση.

Greek Monotonic

ἐπιμέλημα: -ατος, τό, αντικείμενο ασχολίας ή φροντίδας κάποιου, ανησυχία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμέλημα: ατος τό предмет заботы, дело, занятие (ἔργα καὶ ἐπιμελήματα Xen.).

Middle Liddell

ἐπιμέλημα, ατος, τό, [from ἐπιμελής
a care, anxiety, Xen.