ἐπισυκοφαντέω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
harass yet more with frivolous accusations, Hyp. Fr.243, Plu.Ant.21.
German (Pape)
[Seite 986] noch dazu chikaniren, verleumden, Plut. Anton. 21; Poll. 8, 31 aus Hyperid.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
calomnier encore, acc..
Étymologie: ἐπί, συκοφαντέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισῡκοφαντέω: ἔτι μᾶλλον συκοφαντῶ, ἐνοχλῶ δι’ ἀνοήτων κατηγοριῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31, Πλουτ. Ἀντών. 21.
Greek Monotonic
ἐπισῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ ακόμη περισσότερο με ανόητες κατηγορίες.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισῡκοφαντέω: (сверх того или также) клеветать (τινα Plut.).