ἐρόεις
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
εσσα, εν, (ἔρος) poet., lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).
German (Pape)
[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.
Greek Monolingual
ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).
Greek Monotonic
ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный (σπεῖος HH; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.